Στο μουσείο της Ελευσίνας εκτίθεται μια ενεπίγραφη στήλη του 4ου αιώνα π.Χ που ανακαλύφθηκε από τον Δ. Φίλιο το 1894 και μελετήθηκε από τον Καθηγητή και επί σειρά ετών πρόεδρο του Διοικητικού Συμβουλίου του ΕΛΟΤ κ. Γ. Βαρουφάκη.
«Το περιεχόμενο του κείμενο αναφέρεται σε μια παραγγελία για την κατασκευή των μπρούντζινων συνδέσμων (εμπολίων και πόλων), που θα έμπαιναν ανάμεσα στους σπονδύλους των κιόνων της Φιλώνειας Στοάς. Ένα όμορφο κτίσμα του τότε διάσημου αρχιτέκτονα Φίλωνα, που θα αναγειρόταν μπροστά σε ένα παλαιότερο, το Τελεστήριο. Η επιγραφή δίνει με σχολαστικότητα τις διαστάσεις τους, που διέφεραν ανάλογα με τη θέση τους. Τα εμπόλια, πάντα σύμφωνα με την επιγραφή, είχαν κυβικό σχήμα, ενώ οι πόλοι κυλινδρικό. Μια ενδιαφέρουσα πληροφορία είναι ότι οι πόλοι έπρεπε να κατασκευαστούν στον τόρνο: «…Τους δε πόλους τορνεύσει κατά το παράδειγμα…». Σύμφωνα δηλαδή, με το δείγμα. Αυτό αποτελεί μια σημαντική πληροφορία, γιατί σημαίνει ότι χρησιμοποιούσαν τον τόρνο για τη διαμόρφωση του σκληρού κρατερώματος (κ. μπρούντζου).
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να πω, ότι ο τόρνος ήταν πολύ γνωστός από τους προϊστορικούς ακόμη χρόνους. Ο Όμηρος μας μιλάει για τα τορνευτά λέχη, δηλαδή τα τορνευτά πόδια καρέκλας ή κρεβατιού. Ναι, αλλά για την κατεργασία του ξύλου και όχι μετάλλων. Για τα μέταλλα όμως και ιδιαίτερα εκείνα που έχουν μεγάλη σκληρότητα, όπως είναι τα κρατερώματα (κ. μπρούντζοι), θα έπρεπε να χρησιμοποιούν κοπτικά εργαλεία από σκληρό χάλυβα. Που σημαίνει, ότι τον 4ο αιώνα π.Χ. θα είχαν φτάσει σε ένα αρκετά υψηλό επίπεδο στον τομέα της παραγωγής, αλλά και της θερμικής κατεργασίας του χάλυβα. Όλα αυτά βέβαια ήταν προ πολλού γνωστά στους αρχαίους Έλληνες μεταλλουργούς. Αλλά η εν λόγω επιγραφή αποτελεί την πρώτη γραφτή μαρτυρία της εισαγωγής του τόρνου στην ιστορία των μετάλλων στον ελλαδικό χώρο.
Υπάρχει, όμως και κάτι άλλο, πολύ σημαντικό, τουλάχιστο για έναν που ασχολείται με την ποιότητα και τον έλεγχό της. Σε κάποιο σημείο του κειμένου της επιγραφής αναφέρεται με αυστηρότητα η σύνθεση, που θα έπρεπε να έχουν οι σύνδεσμοι: “... χαλκού δε εργάσεται Μαριέως, κεκραμένου την δωδεκάτην, τα ένδεκα μέρη χαλκού, το δε δωδέκατον καττιτέρου...”. Σε ελεύθερη απόδοση σημαίνει : «... ο χαλκός, που στην πραγματικότητα είναι κρατέρωμα και όχι καθαρός χαλκός, θα έπρεπε σύμφωνα με την επιγραφή, να παραχθεί στο Μάριον της Κύπρου, μεγάλο εμπορικό και μεταλλουργικό κέντρο της εποχής εκείνης και στα δώδεκα μέρη να περιέχει 11 χαλκό και το 1/12 κασσίτερο (δηλ., στο δικό μας δεκαδικό σύστημα περίπου 8.33 με 8.5%». Εδώ θα πρέπει να σημειώσω, ότι το 12 είναι υποπολλαπλάσιο του 60, που στους κλασικούς χρόνους αποτελούσε τη βάση του τότε χρησιμοποιούμενου αριθμητικού βαβυλωνιακού συστήματος. Ένα σύστημα, που και σήμερα χρησιμοποιούμε σε πολλές περιπτώσεις, όπως στη γεωμετρία, αστρονομία, στη μέτρηση του χρόνου, αλλά και στην καθημερινή μας ζωή.
Όταν, λοιπόν, διάβασα αυτό το σημείο της επιγραφής, που, όπως ανέφερα, μιλάει για τη σύνθεση του κράματος των συνδέσμων, ένιωσα μεγάλη συγκίνηση για το μεγάλο μήνυμα, που δεχόμουνα εκείνη τη στιγμή από τη μακρινή αρχαιότητα. Ένα μήνυμα, ότι οι αρχαίοι μας πρόγονοι θα εφήρμοζαν αυστηρές προδιαγραφές στις παραγγελίες τους και οπωσδήποτε έναν εμπειρικό έλεγχο ποιότητας των κραμάτων χαλκού. Κι αυτό, γιατί, αν δεν γινόταν έλεγχος, οι προδιαγραφές δεν θα είχαν καμιά αξία και ο κίνδυνος της νοθείας θα ήταν μεγάλος. Εδώ θα πρέπει να σημειώσω, ότι μία άλλη ενεπίγραφη στήλη, που αναφέρεται στην κατασκευή του ανθεμίου της Αθηνάς πάνω στην Ακρόπολη μας πληροφορεί ότι η τιμή του χαλκού ήταν 35 δραχμές το τάλαντο, ενώ εκείνη του κασσιτέρου 230 δρχ., δηλαδή περίπου 7 φορές μεγαλύτερη. Με βάση τον αριθμό των κιόνων, τον αριθμό των σπονδύλων, των διαστάσεων των εμπολίων και πόλων, που δίνει με ακρίβεια η επιγραφή και την πυκνότητα του μπρούντζου (8.9 kg/dm3), υπολόγισα ότι το βάρος τους ξεπερνούσε τους τρεις τόνους, για την ακρίβεια 3300kg. Μπορεί η περιεκτικότητα σε κασσίτερο να ήταν μόνον 8.33%, όμως η τιμή του κασσιτέρου αποτελούσε το 37% της συνολικής αξίας του κράματος, αφού, όπως είπαμε, η τιμή του ήταν 7 φορές μεγαλύτερη από εκείνη του χαλκού.
Όλα αυτά ενισχύουν την άποψη, ότι οπωσδήποτε θα υπήρχε ένας εμπειρικός τρόπος ελέγχου ποιότητας. Υπολόγισα, ακόμη, ότι αν ο ανάδοχος της παραγγελίας μείωνε την προσθήκη σε κασσίτερο κατά 2 με 3% δηλ., αντί να προσθέσει 8.5% πρόσθετε 6 ή 5%, τότε το περιθώριο του παράνομου κέρδους θα ήταν αντίστοιχα 500 με 740 τοτινές δραχμές στην κάθε περίπτωση. Ποσόν πολύ μεγάλο για την εποχή εκείνη.»
Η παραπάνω μελέτη οδηγεί στο συμπέρασμα, ότι η ενεπίγραφη στήλη της Ελευσίνας αποτελεί ούτε λίγο, ούτε πολύ το αρχαιότερο Ευρωπαϊκό Πρότυπο.
Από το Βιβλίο του κ. Γ. Βαρουφάκη « ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ & ΠΟΙΟΤΗΤΑ :Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ Ο ΕΛΕΓΧΟΣ ΤΩΝ ΥΛΙΚΏΝ ΠΟΥ ΣΗΜΑΔΕΨΑΝ ΤΟΝ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ» ΑΙΟΛΟΣ, ΑΘΗΝΑ 1996.